ηπίαλος

ηπίαλος
ἠπίαλος, ό (Α)
1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες
2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού
3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης
4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» — ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος + -αλος* (πρβλ. ομ-αλός, αιγι-αλός), οπότε η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με σημασία «γλυκός, ήπιος πυρετός». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το εφιάλτης*. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική σύγχυση με το ηπίολος «πεταλούδα τού λυχναριού», λόγω τής λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η πεταλούδα ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η σύγχυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού Ησυχίου: ηπιόλιον
ριγοπυρέτιον. Ο τ. ηπίολος, τέλος, αποτελεί πιθ. παραλλαγή τού τ. ηπιόλης, που ερμηνεύεται αναλογικά προς τα σε -ολης (πρβλ. μαιν-όλης).
ΠΑΡ. αρχ. ηπιαλώ, ηπιαλώδης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἠπίαλος — ague masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιάλοις — ἠπίαλος ague masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιάλου — ἠπίαλος ague masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιάλους — ἠπίαλος ague masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιάλων — ἠπίαλος ague masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπιάλῳ — ἠπίαλος ague masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπίαλοι — ἠπίαλος ague masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπίαλον — ἠπίαλος ague masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως …   Dictionary of Greek

  • ηπίολος — ἡπίολος και ἡπιόλης, ό (Α) μικρή πεταλούδα που πετά γύρω από το φως, ο πυραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπίαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”